- πάκο
- το1. πακέτο, δέμα2. φρ. α) «τά 'χει πάκο» — είναι πολύ πλούσιοςβ) «ένα πάκο νήμα» — πολλές κούκλες νήματος συσκευασμένες σε ένα δέμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pacco (βλ. λ. πακέτο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
РЕФОРМАЦИЯ — духовное и политическое движение 16 17 вв. в странах Европы, обозначившее радикальные изменения в зап. христианстве. Результатом этого движения стало возникновение протестантизма. Большинство исследователей относят к Р. предреформационные… … Философская энциклопедия
Μακ Λάφλιν, Τζον — (John McLaughlin, Γιορκσάιρ 1942 –). Άγγλος μουσικός και συνθέτης της τζαζ. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους κιθαρίστες της τζαζ και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 συνέβαλε αποφασιστικά με τις συνθέσεις του στην καθιέρωση του ιδιώματος… … Dictionary of Greek